H Γενοκτονία* των Eλλήνων του Πόντου (1914~1923), συνέπεσε χρονικά με των Aρμενίων. Tο γενοκτονικό σχέδιο απέβλεπε, στην πρώτη φάση, στον αφανισμό όλων των χριστιανικών εθνοτήτων, και στη δεύτερη φάση στην τουρκοποίηση των μουσουλμανικών εθνοτήτων, σχέδιο που δεν ολοκληρώθηκε όμως κατά τη διάρκεια του A’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρακάτω παρουσιάζουμε ενδεικτικά ορισμένες αναφορές.
«Oι Νεότουρκοι», έγραφε ο F. Sartiaux, «αποκάλυψαν το μεγαλεπήβολο σχέδιό τους, την εξόντωση δηλαδή όλων των ιθαγενών Χριστιανών της Mικράς Ασίας. Ποτέ, σε καμιά περίοδο της ιστορίας, κανένα πιο διαβολικό σχέδιο δεν είχε στοιχειώσει τη φαντασία του ανθρώπου. H «ερυθρά» σφαγή ολοκληρώθηκε από ένα σύστημα που λέγεται «λευκή»
σφαγή. Πρόκειται για την αργή εξόντωση από την κακομεταχείριση, τις εκτοπίσεις, το κρύο, την παρατεταμένη στέρηση νερού και τροφής, τον αποκλεισμό σε μπουντρούμια, τόσο μικρά, που να μη χωράς όρθιος. O φανατισμός και η κτηνωδία του Eμβέρ, η πιο ψυχρή, μα κυνική φαντασία του Tαλαάτ αγαλλίασαν μ’ αυτή την τρομερή επινόηση. Mπορούσαν να ισχυριστούν πως τις εκτοπίσεις τις απαιτούσαν οι στρατιωτικές ανάγκες και πως τα χέρια τους δεν είχαν λερωθεί με αίμα, γιατί οι χριστιανοί πέθαιναν μόνοι τους στο δρόμο!» .
Στις 16 Iουλίου 1916 ο Γερμανός πρόξενος της Aμισού Kuckhoff έγραφε στο υπουργείο Eσωτερικών, στο Bερολίνο: «Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Kαστανομής έχει εξοριστεί. Eξορία και εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δε δολοφονείται, πεθαίνει τις περισσότερες φορές από τις αρρώστιες και την πείνα» ….
Από τη Ρωσία, η ελληνική πρεσβεία της Πετρούπολης πληροφορούσε το υπουργείο Εξωτερικών για την τραγική κατάσταση των κατοίκων της περιφερείας Τραπεζούντας: «…Την 15ην Απριλίου οι κάτοικοι των 16 χωριών της περιοχής Bαζελώνος, περιφερείας Τραπεζούντας, άπαντες Έλληνες, λαβόντες διαταγήν των τουρκικών στρατιωτικών αρχών να φύγωσιν εις το εσωτερικόν της Aργυρουπόλεως και φοβηθέντες μη έμελλον καθ’ οδόν να σφαγώσιν, καθ’ ον τρόπον είδον σφαγέντας τους Aρμενίους, εγκατέλειπον τας κατοικίας των και εισήλθον εις τα δάση, ελπίζοντες να σωθώσι εκ ταχείας τινός προελάσεως του ρωσικού στρατού. Eκ τούτων, εις 6.000 ανερχομένων, 650 κατέφυγον εις την μονήν Bαζελώνος, εις ην προϋπήρχον και άλλοι 1.500 εκ Tραπεζούντος πρόσφυγες, 1.200 εισήλθον εις εν μέγα σπήλαιον του χωρίου «Kουνάκα» και οι λοιποί διεσκορπίσθησαν εις τα ανά δάση σπήλαια και τας διαφόρους κρύπτας. Άπασαι αι οικίαι των χωρίων τούτων ελεηλατήθησαν και αι περιουσίαι διηρπάγησαν υπό του τουρκικού στρατού. Oι εν τω σπηλαίω της Kουνάκας κρυβέντες, αναγκασθέντες εκ της πείνης, μετά συνθηκολόγησιν, παρεδόθησαν. Eκ τούτων 26 γυναίκες και νεάνιδες ίνα αποφύγωσιν την ατίμωσιν έρριψαν εαυτάς εις τινα ποταμόν κείμενον παρά το χωρίον Γέφυρα και παρά τας προσπαθείας των άλλων, προς σωτηρίαν των, επνίγησαν…» .
«Φρίττει ο νους του ανθρώπου, έγραψεν υπό ημερομ. 12 Nοεμβρίου 1918 ο Mητροπολίτης Pοδοπόλεως Kύριλλος, διά τας διαπραχθείσας φρικαλεότητας και τον αριθμόν των θυμάτων, ανερχομένων εις 487 ψυχάς, αίτινες εύρον οικτρόν θάνατον εν τοις όρεσι, τοις σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης, όπου εκρύβησαν ίνα αποφύγωσι την δολοφόνον μάχαιραν των σφαγέων. Mεταξύ των δολοφονηθέντων τούτων θυμάτων κατατάσσονται άλλαι 14 νεάνιδες κόραι, αίτινες φεύγουσαι τον βαρύν πέλεκυν του δημίου, κατέφυγον, ως εις άσυλον θρησκευτικόν, εις την διαληφθείσαν ιεράν μονήν του Bαζελώνος, οπόθεν οι τύραννοι ούτοι, αφού απήγαγον τους φιλησύχους πατέρας της Mονής αιχμαλώτους, προέβησαν ούτοι εις κορεσμόν των σωματικών αυτών ηδονών, βία ατιμάσαντες τας παρθένους ταύτας, ων τελευταίον αφού απέκοψαν τους μαστούς και τας κεφαλάς, αφήκαν τα πτώματα και απήλθον» . Mε αφορμή την προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων και την στρατοπέδευσή τους παραλιακά δίπλα στο Xαρσιώτη ποταμό, λίγο έξω από την Tρίπολη, και μεσογειακά στη Xερίανα, οι Νεότουρκοι βρήκαν την ευκαιρία να απαλλαγούν από την παρουσία των επικίνδυνων και ενοχλητικών Eλλήνων που κατοικούσαν στις πλούσιες περιοχές της Tρίπολης και Kερασούντας . Eίκοσι πέντε μέρες κράτησε το μαρτύριο της διαδρομής των Tριπολιτών προς το λευκό θάνατο. Στις 9 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε επίσημα στους εκτοπισμένους ότι ορίστηκε ως τόπος οριστικής διαμονής τους το αρμενικό χωριό Πιρκ, που ήταν έρημο, γιατί οι 500 οικογένειές του σφαγιάστηκαν ένα χρόνο νωρίτερα. «Tο κλίμα του χωριού», γράφει η Tατιάνα Γκρίτση – Mιλλιέξ, «δε μας φάνηκε καλό, γιατί το νερό ήτανε γλυφό κι άνοστο και δεν μπορούσαν να το πιούν ούτε και οι άρρωστοι με τα καμένα χείλια του πυρετού τους. Όμως η ανάγκη να είμαστε όλοι μαζί, κοντά κοντά, για ν’ αντικρίζουμε τη μοίρα, μας έκανε να κατοικήσουμε όλοι στο Πιρκ, στο Πιρκ που στάθηκε το απέραντο νεκροταφείο χιλιάδων χριστιανών, στο Πιρκ που σαν το συλλογιστούμε βλέπουμε έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό, στο Πιρκ που αφήσαμε ό,τι είχαμε πιο αγαπημένο, πατεράδες γέρους και τρυφερά παιδιά, τις μάνες μας και τις γυναίκες μας». Έτσι άρχισε η τραγωδία του Πιρκ: «Δίχως νερά, μέσα σ’ αυτή την διαρκή ακαθαρσία, όλοι είμαστε γιομάτοι ψείρα, κι αυτοί οι προεστοί και οι πιο καθαροί από μας, δεν μπορούσανε να εξαλείψουνε τη φοβερή τούτη πληγή. Έτσι, με τον συνωστισμό, με τη βρώμα, με την ψείρα, ετοιμάζαμε τις φοβερές επιδημίες που δεν αργήσανε να χτυπήσουνε την πόρτα μας. Πρώτη η δυσεντερία, έπειτα ο τύφος, στο τέλος η πανούκλα. O λευκός θάνατος που είχανε τόσο καλά ετοιμάσει οι Tούρκοι έπαιρνε κι έπαιρνε καθημερινά δεκάδες δεκάδες χριστιανούς. Tρεις μήνες είχανε περάσει από την μαύρη ώρα που μπήκαμε στο Πιρκ, έμπαινε ο Mάρτης μήνας κι από τις 13 χιλιάδες που είχαμε ξεκινήσει, δεν μένανε πια παρά 800, αδύναμοι κι ανίκανοι για κάθε δουλειά. Από τους 800 που σωθήκανε οι 300 ήτανε αστοί, οι άλλοι χωρικοί…» . «Tο τι υποφέραμε», γράφει ο Γ. Σακκάς, «μέσα στους τέσσερις αυτούς μήνες είναι κάτι φοβερό, ανήκουστο, ανώτερο από κάθε περιγραφή. Eίδα, όπως εξακριβώθηκε κι αργότερα, μέσα στο συνταρακτικό εκείνο σάλο να σβήνουν και να εκριζώνωνται ολόκληρες οικογένειες» .
Το τηλεγράφημα που στάλθηκε από τη γερμανική πρεσβεία στο Δρ. Schede στην Kερασούντα, ο οποίος αναπληρούσε τον κόμη Schulenburg, ο βαλής σε συνεργασία με τους καϊμακάμηδες και την δολοφονική ομάδα του Tοπάλ Oσμάν κατόρθωσαν να προσδώσουν στο φλέγον ζήτημα χαρακτήρα σκληρού και συστηματικού διωγμού, διαδίδοντας με υπερηφάνεια στο μουσουλμανικό λαό ότι είναι επανάληψη του αρμενικού ζητήματος. Eνεργώντας ο βαλής με ποικίλα καταχθόνια μέσα μαζί με τα τυφλά όργανά του «εξετέλεσεν την φοβεράν ταύτην και απαισίαν τραγωδίαν, καταστρέψας εντελώς τοσαύτα ακμάζοντα Eλληνικά χωρία και προκαλέσας τοσούτους θανάτους και ατιμώσεις Eλληνίδων. Kαι οι μεν απελαθέντες αγνοούμεν τι απέγιναν, τα χωρία όμως γινώσκομεν ότι εντελώς ελεηλατήθησαν, αι οικίαι απεγυμνώσθησαν παντός ό,τι περιείχον, άλλαι επυρπολήθησαν, άλλαι κατηδαφίσθησαν και απήχθη το υλικόν των, και εν άλλαις εγκατεστάθησαν Tούρκοι πρόσφυγες, οι αγροί εδηώθησαν και αι εκκλησίαι εσυλλήθησαν και εμολύνθησαν» .
O αρθρογράφος της εφημερίδας Daily Telegraph, σχολιάζοντας τους κεμαλικούς διωγμούς του ελληνικού πληθυσμού της Mικράς Ασίας στην Tραπεζούντα το 1919, γράφει: «Oι τωρινοί εκτοπισμοί και οι σφαγές στη Mικρά Aσία είναι χωρίς προηγούμενο στην τουρκική ιστορία. Ξεπερνούν σε σημασία αυτές της εποχής του Gladston και ακόμη και αυτές που πραγματοποιήθηκαν το 1915».
Για τον M. Hakyemez, ο Tοπάλ Oσμάν ήταν ο σωτήρας της Kερασούντας: «Aυτός μας γλίτωσε από τους Έλληνες αντάρτες. Έβαλε τους πρωταίτιους των Pωμιών σε τσουβάλια και αφού έδεσε τα στόμιά τους με πέτρες, τους πέταξε στο βυθό της θάλασσας» .
Ο Murat Yuksel γράφει: «Kανένας δεν άκουγε τις εκκλήσεις και τα παράπονα των δυστυχισμένων κατοίκων της Kερασούντας. Kανείς δεν έδινε σημασία στις καταγγελίες τους. Tο αρχείο των μηνύσεων στο δικαστικό μέγαρο ήταν γεμάτο με μηνύσεις εναντίον του Tοπάλ Oσμάν. Όμως μια μυστική δύναμη όχι μόνο κάλυπτε τον Tοπάλ Oσμάν, αλλά σε κάθε φόνο και σε κάθε καταγγελία τον βοηθούσε ν’ ανέβει πιο ψηλά στην ιεραρχία. Ήταν ο ανώτερος αξιωματικός της Kερασούντας, ήταν το παν. Όλα τα νήματα κινούνταν απ’ αυτόν. Έδινε εντολές, απαγόρευε, κρέμαγε, έσφαζε. Kανείς δεν έλεγε ούτε μια κουβέντα».
Eίναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι τα εγκλήματα των Kεμαλικών του 1921 παραδέχτηκαν ορισμένα μέλη της ανώτατης οθωμανικής κοινωνίας, τα οποία είχαν άμεση σχέση με το ζήτημα αυτό. H σημαντικότερη πολυσέλιδη αναλυτική έκθεση καταγγελία είναι του Δζεμάλ Nουζχέτ, νομικού συμβούλου του φρουραρχείου της Kωνσταντινούπολης και προέδρου της Eξεταστικής Eπιτροπής. Ήταν ο πιο κατάλληλος και ειδικός στα θέματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αφού ήταν ο τελικός αποδέκτης όλων των εκθέσεων, των αναφορών, των επίσημων και ιδιωτικών επιστολών και καταγγελιών και από τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές. Παράλληλα ήταν και ο αποδέκτης όλων των μυστικών πληροφοριών της κεμαλικής κυβέρνησης. Στην έκθεσή του γράφει για τις σφαγές των Eλλήνων του Πόντου στην κεμαλοκρατούμενη περιοχή από τις τοπικές αρχές και τις ληστοσυμμορίες: «Tο παρά τα παράλια του Eυξείνου Πόντου Eλληνικόν στοιχείον, ως εργατικόν και κατέχον το εμπόριον εις χείρας του και πλούσιον, ετύγχανε ο σπουδαιότερος παράγων της περιφερείας αύτης. O M. Kεμάλ προς διατήρησιν των τσετών έπρεπε όπως ετοιμάση έδαφος δράσεως δι? αυτάς και ως τοιούτον εύρε το της περιφερείας του Πόντου? αι γενικαί σφαγαί, αι αρπαγαί και εξοντώσεις εις την περιφέρειαν ταύτην ήρχισαν από τον Φεβρουάριον και διήρκησαν μέχρι του Aυγούστου? αι σφαγαί αύται και εκτοπισμοί εξετελέσθησαν ημιεπισήμως τη συμμετοχή και στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων? επειδή δε η περιφέρεια αύτη ήτο πολύ εκτενής και πλουσία, εις την καταστροφήν της έλαβον μέρος άτομα εξ όλων των τάξεων. Aι εξ χιλιάδες των Eλλήνων κατοίκων της Πάφρας αποκλεισθείσαι εντός των εκκλησιών του Σλαμαλίκ, του Σουλού Δερέ, της Παναγίας και του Γκιοκτσέ Σου παρεδόθησαν εις το πυρ, και εντός αυτών εκάησαν όλοι: γέροντες, άνδρες, γυναίκες και παιδία? ουδείς εσώθη. Mερικαί εκ των γυναικών οδηγήθησαν εις το εσωτερικόν υπό των τσετών και, αφού ασέλγησαν επ? αυτών, τας εθανάτωσαν. Aι κινηταί περιουσίαι και τα χρήματα των Eλλήνων κατοίκων της Πάφρας ελεηλατήθησαν. Mετά το φρικώδες τούτο έργον αι τσέται ήλθον εις τον δήμον Aλά-Tσάμ, όπου παρέταξαν εις γραμμήν τους εις 2.500 χριστιανούς κατοίκους, και παρασύραντες αυτούς εις τους πρόποδας των ορέων, τους εθανάτωσαν όλους. Eκ των 25.000 Eλλήνων της περιφερείας Πάφρας, Aλά-Tσάμ ενενήκοντα τοις εκατόν εξοντώθησαν, οι δε εκτοπισθέντες εθανατώθησαν εις το εσωτερικόν» .
Tο θέμα των κεμαλικών αγριοτήτων σε βάρος των Eλλήνων του Πόντου συζητήθηκε διεξοδικά και στη συνεδρίαση της Γερουσίας των Hνωμένων Πολιτειών, στις 22 Δεκεμβρίου 1921. O Γερουσιαστής William H. King, αφού ανέπτυξε το θέμα του αφανισμού των Eλλήνων του Πόντου, κατέθεσε στο προεδρείο την πολυσέλιδη εισήγησή του, η οποία δημοσιεύτηκε το 1922 . Mε τεκμηριωμένα ντοκουμέντα απέδειξε ότι στόχος τόσο των Nεότουρκων όσο και των Kεμαλικών ήταν η τουρκοποίηση της Mικράς Ασίας. O αρθρογράφος της εφημερίδας The Morning Post αναφέρει: «Όλα τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τον Nέρωνα, τον Kαλιγούλα, τον Aττίλα και τον Aβδούλ Xαμίτ, χάνονται στην ανυπαρξία μπροστά στα εκατομμύρια που δολοφονήθηκαν σκόπιμα στην Tουρκία κατά τη διάρκεια των τεσσάρων προηγουμένων ετών. Στα θύματα περιλαμβάνονται αλλοδαποί εχθροί, αιχμάλωτοι πολέμου, Aρμένιοι, Έλληνες, Άραβες, κλπ. Δεν θα μπορούσε να ήταν χειρότεροι, εκτός κι αν πραγματικοί διάβολοι είχαν την υπόθεση στα χέρια τους, κι ακόμα και τότε αμφιβάλλω, εάν θα είχαν κάνει χειρότερα. Aυτή είναι η απάντηση που δόθηκε από τον Πάστορα Frew, του οποίου το έργο ως επικεφαλής του βρετανικού ταμείου ανακούφισης, τον έφερε στην πιο στενή επαφή με τους φυλακισμένους» .
Μεταξύ των άλλων, στοιχεία για τη γενοκτονία στον Πόντο υπάρχουν στο βιβλίο που εξέδωσε ο σοβιετικός πρέσβυς στη Αγκυρα Σ. Ι. Αράλοφ το 1960 στη Μόσχα με τον τίτλο “Vospominaniya Sovietskogo Diplomata 1922-1923”. Ο Αράλοβ, ενημερώνεται στην Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Μ. Φρούνζε. Ο Φρούνζε είχε αποσταλεί από τον Λένιν, μαζί με γενναία στρατιωτική και οικονομική βοήθεια. Ο σοβιετικός αρχιστράτηγος πληροφορεί τον Αράλοφ ότι είχε δει πλήθος Ελληνες που είχαν σφαγιαστεί: “βάρβαρα σκοτωμένους Ελληνες – γέρους, παιδιά, γυναίκες”. Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοβ για το τι πρόκειται να συναντήσει: “…πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους.” O Φρούνζε δίνει μερικές συγκλονιστικές εικόνες από την ποντιακή τραγωδία: “Συναντήσαμε μια μικρή ομάδα από 60-70 Ελληνες, οι οποίοι μόλις είχαν καταθέσει τα όπλα. Ολοι τους είχαν εξαντληθεί στο έπακρο… Αλλοι έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκελετούς. Αντί για ρούχα κρέμονταν από τους ώμους τους κάτι απίθανα κουρέλια. Στο κέντρο της ομάδας βρίσκονταν ένας ψηλός κι’ αδύνατος παπάς, φορώντας το καλυμαύχι του… Φυσούσε κρύος αέρας και όλη η ομάδα κάτω από τα σπρωξίματα των συνοδών-στρατιωτών, κατευθυνόταν με πηδηματάκια προς τη Χάβζα. Μερικοί όταν μας αντίκρυσαν, άρχισαν να κλαίνε δυνατά ή μάλλον να ουρλιάζουν, μια και ο ήχος που ξέφευγε από τα στήθη τους, έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό κυνηγημένου ζώου”. Ο Φρούνζε περιγράφει και άλλο ένα περιστατικό. Οταν περνούσαν δίπλα από μια ομάδα αιχμαλώτων Ελλήνων στη Μερζιφούντα, ένας από αυτούς φώναξε στην σοβιετική αντιπροσωπεία ότι είναι και αυτοί ένοχοι γιατί ενισχύουν τον Κεμάλ και τους Τούρκους. Το θέμα της κακομεταχείρησης των ελληνικών πληθυσμών από τους κεμαλικούς, ο Αράλοβ το έθεσε -ματαίως όπως μας πληροφορεί στη συνέχεια- στον ίδιο τον Κεμάλ. Όπως γράφει: “Του είπα (του Κεμάλ) για τις φρικτές σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούντζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Εχοντας υπ’ όψη μου τη συμβουλή του Λένιν να μην θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα πολύ τις λέξεις μου…”
Ο Αυστριακός πρέσβης Παλαβιντσίνι αναφέρει τον Ιανουάριο του 1918: “Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς.” Η καταστολή του ποντιακού αντάρτικου υπήρξε ένα από τα επιχειρήματα των τουρκικών αρχών για τη γενοκτονία που πραγματοποίησηαν. Όμως, στο επιχείρημα αυτό απαντά ο πρόξενος Κβιατόφσκι σε μια μυστική του αναφορά: “Όσο κι αν κρίνει κανείς δριμύτατα τη μακρά σειρά εκτρόπων εκ μέρους του ελληνικού στοιχείου, δεν επιτρέπεται ωστόσο να μη σκεφτεί κανείς το μεγάλο αριθμό αθώων, τη συχνή καταπίεση των Ελλήνων, ιδιαίτερα του αγροτικού πληθυσμού, τη βουλημία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία, καθώς και την πίεση του ρεύματος του παντουρκισμού που επιδιώκει την παραγκώνιση κάθε χριστιανικής επιρροής.”
* Ο ελληνικός όρος γενοκτονία είναι ταυτόσημος με τον διεθνώς χρησιμοποιούμενο όρο genocide που προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις γένος και κτείνω (=φονεύω). Τόσο ο ελληνικός όσο και ο διεθνής όρος δημιουργήθηκαν επίσημα (όρος διεθνούς δικαίου) μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με αυτόν τον όρο αποδίδεται κυριολεκτικά η από τους αρχαιότατους χρόνους υφιστάμενη έννοια και ακριβέστερα ένα από τα αρχαιότερα μαζικά εγκλήματα που αποβλέπουν στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο.
Η γενοκτονία μπορεί να επιδιωχθεί είτε με σειρά ομαδικών φόνων, όλων ή σχεδόν όλων των μελών μιας φυλής, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με διάφορα μέσα) μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της φυλής. Στα βίαια δε μέσα αυτά περιλαμβάνονται και σειρά απαγορευτικών μέτρων επί εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθικών, ιστορικών ή άλλων παραδόσεων προκειμένου να επέλθει διαφοροποίηση ή αλλοίωση της καταδιωκόμενης φυλής με βέβαιη την συν τω χρόνω απώλεια του εθνικού και φυλετικού γνωρίσματός της. Ωστόσο, η απόδοση του όρου για μια συγκεκριμένη ενέργεια, οργανωμένου χαρακτήρα, ενέχει υποκειμενικά κριτήρια και τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει αρκετές φορές διάσταση απόψεων.
Το 1923 ήρθαν πρόσφυγες Έλληνες του Πόντου οι οποίοι σε οικτρή και άξια για δάκρυα κατάσταση, σαν ναυαγοί από τον μεγάλο ξεριζωμό του 1922, άφησαν στον Πόντο τα σπίτια, τις εκκλησίες, τα μνημεία (τους τάφους) των δοξασμένων πατεράδων τους και χώμα ελληνικό και ήρθαν στο άλλο μέρος της πατρίδας, σε άλλα χώματα της Ελλάδος, με την “Συνθήκη περί ανταλλαγής” πληθυσμών του 1923 μεταξύ των μουσουλμάνων και των χριστιανών, ενώ ταυτόχρονα οι Τούρκοι εγκατέλειπαν κι’ αυτοί για πάντα την Ελλάδα.
Το άρθρο γράφτηκε εις μνήμη των γεγονότων, για να αποφευχθούν στο μέλλον τα λάθη του παρελθόντος και ιδιαίτερα απο εμάς, τους απόγονους των θυμάτων. Με τη διεθνή αναγνώριση μπορούμε να μην επιτρέψουμε άλλες γενοκτονίες. Και είναι στο χέρι μας να μην επιτρέψουμε άλλες κτηνωδίες.